παθητικότητα — η η ιδιότητα του παθητικού (αντίθ. ενεργητικότητα) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αντιπαθητικός — ή, ό (Α ἀντιπαθητικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που προκαλεί αντιπάθεια αρχ. ο αντίθετος στην παθητικότητα, ο ενεργητικός … Dictionary of Greek
δεκτικότητα — η 1. η ιδιότητα τού δεκτικού, η επιδεκτικότητα («η δεκτικότητα τού οργανισμού») 2. (φιλοσ.) η παθητικότητα κατά τη γνώση: η δεκτικότητα είναι ευαισθησία αντιτιθέμενη, κατά τον Καντ, στο αυθόρμητο τής κατανοήσεως 3. (ψυχολ.) «κατάσταση… … Dictionary of Greek
ησυχασμός — (quietismus). Μυστικιστικό κίνημα που αναπτύχθηκε τον 16o και κυρίως τον 17ο αι. στη Δύση και ιδιαίτερα στην Ισπανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Σκοπός των οπαδών του κινήματος ήταν να επιτύχουν την απόλυτη και παθητική εγκατάλειψη της ψυχής… … Dictionary of Greek
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
ωχαδερφισμός — ο, Ν 1.στάση πλήρους αδιαφορίας για τα συμβαίνοντα και αποφυγής κάθε ανάμιξης για βελτίωση τών κακώς κειμένων 2. παθητικότητα, οκνηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ωχ αδερφέ + ισμός*] … Dictionary of Greek
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Καντούνης, Νικόλαος — (Ζάκυνθος 1767 – 1834). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Επτανησιακής σχολής. Δεν είναι βέβαιο αν όφειλε τη ζωγραφική του εκπαίδευση σε μια σύντομη μαθητεία του κοντά στον Νικόλαο Κουτούζη ή αν, όπως αναφέρει η… … Dictionary of Greek
Κόλαρ, Σλάφκο — (Slavko Kolar, Παλέσκιν 1891 – Ζάγκρεμπ 1963). Κροάτης συγγραφέας. Ήταν γιος δασκάλου, μορφώθηκε σε αγροτικό περιβάλλον και ακολούθησε το επάγγελμα του δημοσίου υπαλλήλου. Το 1944 συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα των λαών της πρώην… … Dictionary of Greek