παθητικότητα

παθητικότητα
η
1. η ιδιότητα ή η κατάσταση τού παθητικού, η έλλειψη ενεργητικότητας, και ζωντάνιας, η παντελής αδράνεια
2. χημ. η ιδιότητα ορισμένων μετάλλων όπως είναι ο σίδηρος, το χρώμιο κ.λπ., η οποία συνίσταται στην παρεμπόδιση τής χημικής τους διάβρωσης ως αποτέλεσμα τής αποκατάστασης ειδικών συνθηκών στην επιφάνειά τους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παθητικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1821 στο περιοδικό Λόγιος Ερμής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παθητικότητα — η η ιδιότητα του παθητικού (αντίθ. ενεργητικότητα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αντιπαθητικός — ή, ό (Α ἀντιπαθητικός, ή, όν) νεοελλ. αυτός που προκαλεί αντιπάθεια αρχ. ο αντίθετος στην παθητικότητα, ο ενεργητικός …   Dictionary of Greek

  • δεκτικότητα — η 1. η ιδιότητα τού δεκτικού, η επιδεκτικότητα («η δεκτικότητα τού οργανισμού») 2. (φιλοσ.) η παθητικότητα κατά τη γνώση: η δεκτικότητα είναι ευαισθησία αντιτιθέμενη, κατά τον Καντ, στο αυθόρμητο τής κατανοήσεως 3. (ψυχολ.) «κατάσταση… …   Dictionary of Greek

  • ησυχασμός — (quietismus). Μυστικιστικό κίνημα που αναπτύχθηκε τον 16o και κυρίως τον 17ο αι. στη Δύση και ιδιαίτερα στην Ισπανία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Σκοπός των οπαδών του κινήματος ήταν να επιτύχουν την απόλυτη και παθητική εγκατάλειψη της ψυχής… …   Dictionary of Greek

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • ωχαδερφισμός — ο, Ν 1.στάση πλήρους αδιαφορίας για τα συμβαίνοντα και αποφυγής κάθε ανάμιξης για βελτίωση τών κακώς κειμένων 2. παθητικότητα, οκνηρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. «εκ συναρπαγής» από τη φρ. ωχ αδερφέ + ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Καντούνης, Νικόλαος — (Ζάκυνθος 1767 – 1834). Ζωγράφος. Υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της Επτανησιακής σχολής. Δεν είναι βέβαιο αν όφειλε τη ζωγραφική του εκπαίδευση σε μια σύντομη μαθητεία του κοντά στον Νικόλαο Κουτούζη ή αν, όπως αναφέρει η… …   Dictionary of Greek

  • Κόλαρ, Σλάφκο — (Slavko Kolar, Παλέσκιν 1891 – Ζάγκρεμπ 1963). Κροάτης συγγραφέας. Ήταν γιος δασκάλου, μορφώθηκε σε αγροτικό περιβάλλον και ακολούθησε το επάγγελμα του δημοσίου υπαλλήλου. Το 1944 συμμετείχε στον απελευθερωτικό αγώνα των λαών της πρώην… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”